- προκάνω
- πρόκανα, προλαβαίνω, προφταίνω: Δεν πρόκανε να τον σώσει από τον πνιγμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προκάνω — προκάνω, πρόκανα και πρόκαμα βλ. πίν. 164 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προκάνω — Ν [κάνω] 1. προλαβαίνω, προφθάνω («δεν πρόκανα να τελειώσω τη δουλειά μου») 2. καταφθάνω κάποιον προπορευόμενο («άμα βιαστείς λίγο, θα τόν προκάνεις») … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek
προλαβαίνω — πρόλαβα, προφταίνω, προκάνω, φτάνω ή ενεργώ έγκαιρα, πριν συμβεί κάτι: Δεν προλάβαμε το τρένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτάνω — έφτασα, φτασμένος 1. αμτβ., βρίσκομαι τελικά εκεί όπου πήγαινα ή όπου με πήγαν, στον προορισμό μου ή σε ορισμένο σημείο της διαδρομής μου, έρχομαι κάπου: Φτάσαμε στην Τήνο. 2. είμαι κοντά, κοντεύω να έρθω, πλησιάζω, προσεγγίζω: Σε λίγο φτάνει το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)